O συνθέτης γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1813 στην Λειψία και ήταν το ένατο παιδί ενός γραφέα της Αστυνομίας, του Καρλ Φρίντριχ Βάγκνερ (Carl Friedrich Wagner) και της Ιωχάννα Ροσίνε Βάγκνερ, κόρης αρτοποιού. Έξη μήνες μετά τη γέννησή του, στις 23 Νοεμβρίου 1813 πεθαίνει ο πατέρας του από τύφο. Τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή Λούντβιχ Γκάιερ (Ludwig Geyer) που θα νοιαστεί για τα παιδιά και που ο Βάγκνερ θα εκτιμήσει πολύ. Εικασίες ότι ο Γκάιερ ήταν και ο πραγματικός πατέρας του Ρίχαρντ Βάγκνερ ούτε επιβεβαιώθηκαν, αλλά ούτε και διαψεύστηκαν. Φήμες ότι ο Γκάιερ ήταν Εβραίος, που ίσως πίστευε και ο ίδιος ο Βάγκνερ, σήμερα έχουν αποδειχτεί καθαρά λανθασμένες. Επίσης το 1814 η οικογένεια θα μετακομίσει στη Δρέσδη. Στις 16 Φεβρουαρίου θα γεννηθεί η θετή αδερφή του Βάγκνερ Σεσίλια (Cäcilie).
Το 1817 ο Βάγκνερ πηγαίνει σχολείο. Δύο χρόνια αργότερα ο θετός του πατέρας αρρωσταίνει και τελικά πεθαίνει στις 30 Σεπτεμβρίου 1821. Ο θείος του Κάρολος Γκάιερ (Karl Geyer) θα αναλάβει την ανατροφή. Το 1822 ο Βάγκνερ φοιτά στη Σχολή Κρόυτς (Kreuzschule) της Δρέσδης υπό το όνομα Βίλχελμ Ρίχαρντ Γκάιερ (Wilhelm Richard Geyer). To 1826 η οικογένεια θα μετακομίσει στην Πράγα. Ο Ρίχαρντ θα παραμείνει στη Δρέσδη, όμως επισκεπτόταν την οικογένεια, την πρώτη φορά το 1826, το 1827 για δεύτερη φορά. Από τα Χριστούγεννα του 1827 θα μετακομίσει στον τόπο καταγωγής της οικογένειας, τη Λειψία, όπου και θα φοιτήσει υπό το όνομα Βάγκνερ στη Σχολή Νικολάϊ (Nikolaischule) και στη Σχολή Τόμας (Thomasschule) και θα επηρεαστεί από τον θείο του, τον Αδόλφο Βάγκνερ. Πρώτος του μουσικοδιδάσκαλος ήταν ο Γκότλιμπ Μύλλερ και πρώτο του έργο μια εισαγωγή που εκτελέστηκε στο θέατρο της Λειψίας το 1830. Ο Ριχάρδος διάβαζε Σαίξπηρ και τους ρομαντικούς, όπως τον ποιητή Ε.Τ.Α Χόφμαν (E.T.A. Hoffmann). Στα 16 του, θα ακούσει την σοπράνο Βιλελμίνε Σρέντερ-Ντεβριεντ (Wilhelmine Schröder-Devrient) στο Φιντέλιο του Μπετόβεν. Από εκείνη την στιγμή ήξερε ότι ήθελε να γίνει μουσικός και συνέθεσε σύντομα τις πρώτες του σονάτες, ένα κουαρτέτο για βιολιά και την ατελή προσπάθεια όπερας "Ο Γάμος" (Die Hochzeit). Από το 1831 θα σπουδάσει μουσική στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Παράλληλα έπαιρνε μαθήματα σύνθεσης από τον διευθυντή της χορωδίας της Λειψίας Κρίστιαν Τέοντορ Βάινλιγκ (Christian Theodor Weinlig), του οποίου και θα αφιερώσει το πρώτο του έργο (Σονάτα για Πιάνο σε σι μπεμόλ ματζόρε). Το 1832 θα συνθέσει την "Συμφωνία σε ντο ματζόρε" και ταξίδεψε για τρίτη φορά στην Πράγα.
Ήταν μέλος της φοιτητικής ένωσης "Corps Saxonia Leipzig" από την οποία τελικώς θα αποκλειστεί, αφού επανειλημμένα θα καταχραστεί τη σύνταξη της μητέρας του λόγω της δυσχερούς του οικονομικής κατάστασης. Το σχόλιο του για τον αποκλεισμό ήταν "Εγώ είμαι μια μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!".
To 1833 θα εντυπωσιαστεί μέσω του συγγραφέα και εκδότη Χάινριχ Λάουμπε (Heinrich Laube) από τις ιδέες μιας επαναστατικής λογοτεχνικής κίνησης, της Νέας Γερμανίας. Παράλληλα θα ξεκινήσει τη σύνθεση της όπερας "Οι Νεράιδες". Στην εφημερίδα του Λάουμπε θα γράψει ένα άρθρο με τον τίτλο "Η Γερμανική Όπερα" και θα επισκεφτεί για τέταρτη φορά τη Βοημία. Ως μουσικός διευθυντής της θερινής σεζόν στο Μπαντ Λάουχστεντ (Bad Lauchstädt) και του θεάτρου στο Μαγδεμβούργο (Magdeburg) θα γνωρίσει την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ (Minna Planer).
Τα υπόλοιπα χρόνια
Η ταραχώδης ζωή του τον οδήγησε από τη Λειψία στη Ρίγα, στο Παρίσι, στη Δρέσδη, στη Ζυρίχη, στο Μπίμπριχ (κοντά στον ποταμό Μάιντς), στη Βιέννη, στη Λίμνη Στάρνμπεργκ, στο Μόναχο, στη Λουκέρνη, στο Μπαϊρόιτ, παραλείποντας άλλα μέρη βραχυπρόθεσμης παραμονής του. Η συχνές αυτές μετακινήσεις του οφείλονταν στη δίωξη του από δανειστές του ή από εξοργισμένες κυβερνήσεις. Συχνά επίσης καταχράστηκε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του ως αυτονόητο τίμημα που έπρεπε να καταβάλλουν στη μεγαλοφυΐα του.
Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, και τη δεύτερη με την κόρη του Λιστ, Κόζιμα, η οποία εγκατέλειψε για τον Βάγκνερ τον πρώτο της σύζυγο, τον διάσημο πιανίστα Χανς φον Μπύλοφ ο οποίος ήταν παράλληλα και ένας από τους πλέον αφοσιωμένους οπαδούς του Βάγκνερ. Ο Βάγκνερ ήταν αντισημίτης και ξενόφοβος, και τα χαοτικά φυλλάδια του ενθουσίασαν κατά τον 20ο αιώνα τον Αδόλφο Χίτλερ. Παρ’ όλα αυτά οι τελευταίες δέκα από τις δεκατρείς όπερες του κατέχουν εξέχουσα θέση στο διεθνές οπερατικό ρεπερτόριο. Πρόκειται για πραγματικά αριστουργήματα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας της μουσικής.
Ο Βάγκνερ μεταμόρφωσε την όπερα σε «μουσικό δράμα»: σε ένα ιδανικό μείγμα μουσικής, ποίησης, χορού και οπτικής απόλαυσης. Σημαντική θέση στην επαναστατική σύλληψη ενός τέτοιου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας κατέχει η συστηματική χρήση αυτού που αποκαλούμε καθοδηγητικό μοτίβο. Η χρήση του καθοδηγητικού μοτίβου (που έφθασε στο απόγειό της στον οπερατικό κύκλο Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν) συνιστάται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή μουσικού θέματος ως «εκπρόσωπου» για κάθε ήρωα, αντικείμενο ή βασική ιδέα του έργου (ή πολλών έργων στην περίπτωση του Δαχτυλιδιού). Το μοτίβο αυτό εμφανίζεται δεκτικό αλλοιώσεων, επεξεργασίας ή και συνδυασμού με άλλα μοτίβα, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου. Ο Βάγκνερ διεύρυνε τους ορίζοντες του αρμονικού συμβάντος της εποχής του και τα τελευταία χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από μουσικό πλούτο και περιπλοκότητα. Προετοίμασαν δε το έδαφος για πολλές από τις μουσικές εξελίξεις του επόμενου αιώνα. Άλλη σημαντική προσφορά του Βάγκνερ ήταν η πρωτοβουλία του (και η καθοριστική συμβολή του στη χρηματοδότηση) για την ανέγερση ενός εκπληκτικού θεάτρου, του Festpielhaus στο Μπαϊρότ (Βαυαρία) όπου τα έργα του θα μπορούσαν να παρουσιάζονται σε ιδεώδεις για την εποχή συνθήκες.
Πέθανε το 1883, έχοντας ήδη αναγνωριστεί πανευρωπαϊκά ως μυθική μουσική μορφή.